- χοντράδι
- το1. χοντρό απόξεσμα νημάτων.2. μικρός όγκος μαλακής ύλης, κόμπος: Ανακάτωσε τον τραχανά, γιατί θα γίνει χοντράδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντράδι — το, Ν 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο 2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, μαυρ άδι)] … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
χοντράδα — και χονδράδα, η, Ν 1. αγενής και ανάρμοστη συμπεριφορά, λόγος ή πράξη 2. χοντράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός /χονδρός + κατάλ. –άόα (πρβλ. γυαλ άδα, κρυ άδα)] … Dictionary of Greek
χοντράδα — η 1. χοντροειδής συμπεριφορά, χωριατιά: Δεν την υποφέρω τη χοντράδα αυτού του ανθρώπου. 2. χοντράδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)